λαμποκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω<br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] έντονη και συνεχή [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[λάμπω]]<br /><b>2.</b> [[αστράφτω]] από [[καθαριότητα]] («τα ρούχα του [[πάντοτε]] λαμποκοπούν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδρο</i>-[[κοπώ]], <i>μεθο</i>-[[κοπώ]]].
|mltxt=-άω<br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] έντονη και συνεχή [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[λάμπω]]<br /><b>2.</b> [[αστράφτω]] από [[καθαριότητα]] («τα ρούχα του [[πάντοτε]] λαμποκοπούν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]]), [[πρβλ]]. <i>ιδρο</i>-[[κοπώ]], <i>μεθο</i>-[[κοπώ]]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-άω
1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω
2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδρο-κοπώ, μεθο-κοπώ].