λαφύκτης: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(22) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαφύκτης]], ὁ (Α) [[λαφύσσω]]<br />αυτός που καταβροχθίζει άπληστα, [[λαίμαργος]] [[άνθρωπος]]. | |mltxt=[[λαφύκτης]], ὁ (Α) [[λαφύσσω]]<br />αυτός που καταβροχθίζει άπληστα, [[λαίμαργος]] [[άνθρωπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾰφύκτης:''' ου ὁ обжора, лакомка Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:29, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A gourmand, Arist.EE1232a16.
German (Pape)
[Seite 19] ὁ, Schlemmer, eigtl. der gierig hinunterschlingt, Prasser, Ath. XI, 485 a, οἱ εἰς τὰς μέθας καὶ τὰς ἀσωτίας πολλὰ ἀναλίσκοντες.
Greek Monolingual
λαφύκτης, ὁ (Α) λαφύσσω
αυτός που καταβροχθίζει άπληστα, λαίμαργος άνθρωπος.
Russian (Dvoretsky)
λᾰφύκτης: ου ὁ обжора, лакомка Arst.