λαοτέκτων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαοτέκτων]], -ονος, ὁ (Α)<br />[[κτίστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέκτων]] «[[κατασκευαστής]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δομο</i>-[[τέκτων]], <i>χρυσο</i>-[[τέκτων]])].
|mltxt=[[λαοτέκτων]], -ονος, ὁ (Α)<br />[[κτίστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέκτων]] «[[κατασκευαστής]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δομο</i>-[[τέκτων]], <i>χρυσο</i>-[[τέκτων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾱοτέκτων:''' -ονος, ὁ, [[κτίστης]], [[οικοδόμος]], [[λιθοξόος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:06, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοτέκτων Medium diacritics: λαοτέκτων Low diacritics: λαοτέκτων Capitals: ΛΑΟΤΕΚΤΩΝ
Transliteration A: laotéktōn Transliteration B: laotektōn Transliteration C: laotekton Beta Code: laote/ktwn

English (LSJ)

ονος, ὁ,

   A stone-worker, AP7.380 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοτέκτων: -ονος, ὁ, ἐργάτης λίθων, Ἀνθ. Π. 7. 380.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λᾶας, τέκτων.

Greek Monolingual

λαοτέκτων, -ονος, ὁ (Α)
κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + τέκτων «κατασκευαστής» (πρβλ. δομο-τέκτων, χρυσο-τέκτων)].

Greek Monotonic

λᾱοτέκτων: -ονος, ὁ, κτίστης, οικοδόμος, λιθοξόος, σε Ανθ.