λειχήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειχήνωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />(κωμική [[ονομασία]] ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειχ</i>- του [[λείχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]. Οι τ. σε -<i>ήνωρ</i>, -<i>άνωρ</i> εμφανίζουν την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαπ</i>-<i>ήνωρ</i>, <i>δεισ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=[[λειχήνωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />(κωμική [[ονομασία]] ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειχ</i>- του [[λείχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]. Οι τ. σε -<i>ήνωρ</i>, -<i>άνωρ</i> εμφανίζουν την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαπ</i>-<i>ήνωρ</i>, <i>δεισ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λειχήνωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἀνήρ]]), αυτός που γλύφει τους άντρες, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.· ομοίως και, λειχο-[[μύλη]] <i>[ῠ]</i>, <i>ἡ</i>, αυτή που γλείφει το [[αλεύρι]], στο ίδ.· λειχο-[[πίναξ]] <i>[ῐ]</i>, <i>-ακος</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που γλείφει την [[πιατέλα]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:18, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειχήνωρ Medium diacritics: λειχήνωρ Low diacritics: λειχήνωρ Capitals: ΛΕΙΧΗΝΩΡ
Transliteration A: leichḗnōr Transliteration B: leichēnōr Transliteration C: leichinor Beta Code: leixh/nwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A Lick-man, name of a mouse, Batr.202:—so also λειχομύλη [ῠ], ἡ, Lick-meal, name of a mouse, ib.29; λειχοπίναξ [ῐ], ᾰκος, ὁ, Lick-platter, ib.100, 230.

German (Pape)

[Seite 27] ορος, ὁ, Leckmann, heißt eine Maus, Batrach. 204.

Greek (Liddell-Scott)

λειχήνωρ: -ορος, ὁ, ὁ λείχων τοὺς ἄνδρας, ὄνομα μυός, Βατραχομυομαχ. 205· οὕτω καὶ λειχο-μύλη [ῡ], ἡ, ἡ λείχουσα τὸ ἄλευρον, ὄνομα μυός, αὐτόθι 29· λειχο-πίναξ [ῐ], ακος, ὁ, ὁ λείχων τὰ πινάκια, αὐτόθι 100, 233.

Greek Monolingual

λειχήνωρ, -ορος, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- του λείχω + -ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε -ήνωρ, -άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος), πρβλ. αγαπ-ήνωρ, δεισ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

λειχήνωρ: -ορος, ὁ (ἀνήρ), αυτός που γλύφει τους άντρες, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.· ομοίως και, λειχο-μύλη [ῠ], , αυτή που γλείφει το αλεύρι, στο ίδ.· λειχο-πίναξ [ῐ], -ακος, , αυτός που γλείφει την πιατέλα, στο ίδ.