λῆσις: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(23)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λῆσις]], -εως, ἡ (Α)<br />[[λήστις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[μορφή]] του τ. ήταν [[λῆστις]] (<b>βλ.</b> [[λῆστις]]). Στα σύνθ. ο [[αρχαίος]] τ. συμμορφώθηκε [[προς]] τα [[πολλά]] θηλ. σε -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔκ</i>-<i>λησις</i>, <i>ἐπί</i>-<i>λησις</i>), από όπου και το απλό [[λῆσις]].———————— <b>(II)</b><br />[[λῆσις]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βούλησις]], [[αἵρεσις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λῶ</i> «[[θέλω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βούλη</i>-<i>σις</i>, [[ποίη]]-<i>σις</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λῆσις]], -εως, ἡ (Α)<br />[[λήστις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[μορφή]] του τ. ήταν [[λῆστις]] (<b>βλ.</b> [[λῆστις]]). Στα σύνθ. ο [[αρχαίος]] τ. συμμορφώθηκε [[προς]] τα [[πολλά]] θηλ. σε -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔκ</i>-<i>λησις</i>, <i>ἐπί</i>-<i>λησις</i>), από όπου και το απλό [[λῆσις]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λῆσις]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βούλησις]], [[αἵρεσις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λῶ</i> «[[θέλω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βούλη</i>-<i>σις</i>, [[ποίη]]-<i>σις</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆσις Medium diacritics: λῆσις Low diacritics: λήσις Capitals: ΛΗΣΙΣ
Transliteration A: lē̂sis Transliteration B: lēsis Transliteration C: lisis Beta Code: lh=sis

English (LSJ)

(A), εως, ἡ, (λήθω)

   A = λῆστις, Hsch. s.v. ληθεδών (λύσις cod.); f.l. for λῆστις in Critias 6.12 D.
λῆσις (B), εως, ἡ, (λῶ)

   A = βούλησις, αἵρεσις, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λῆσις: (Α), ἡ, (λήθω) = λῆστις, Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
λῆσις, -εως, ἡ (Α)
λήστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του τ. ήταν λῆστις (βλ. λῆστις). Στα σύνθ. ο αρχαίος τ. συμμορφώθηκε προς τα πολλά θηλ. σε -σις (πρβλ. ἔκ-λησις, ἐπί-λησις), από όπου και το απλό λῆσις.
(II)
λῆσις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «βούλησις, αἵρεσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶ «θέλω» + κατάλ. -σις (πρβλ. βούλη-σις, ποίη-σις)].