ληστοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληστοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει ληστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληστής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]], <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[ληστοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει ληστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληστής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. <i>μητρο</i>-[[κτόνος]], <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 14:32, 23 August 2021

Greek Monolingual

ληστοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει ληστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος, παιδο-κτόνος.