λιγοστός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(23) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ολιγοστός]] -ή, -ό (AM [[ὀλιγοστός]] -ή, -όν Α, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και [[λιγοστός]], -ή, -όν)<br />ο πολύ [[λίγος]], [[ολιγάριθμος]] ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη [[συγκέντρωση]]» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένας]] από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιγοστά</i> (Α ὀλιγοστῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανεπαρκώς<br /><b>αρχ.</b><br />σε πολύ λίγο χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> ποσοστιαία κατάλ. -(<i>ο</i>)<i>στός</i> ( | |mltxt=και [[ολιγοστός]] -ή, -ό (AM [[ὀλιγοστός]] -ή, -όν Α, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και [[λιγοστός]], -ή, -όν)<br />ο πολύ [[λίγος]], [[ολιγάριθμος]] ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη [[συγκέντρωση]]» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένας]] από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιγοστά</i> (Α ὀλιγοστῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανεπαρκώς<br /><b>αρχ.</b><br />σε πολύ λίγο χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> ποσοστιαία κατάλ. -(<i>ο</i>)<i>στός</i> ([[πρβλ]]. <i>εκατ</i>-<i>οστός</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:34, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ολιγοστός -ή, -ό (AM ὀλιγοστός -ή, -όν Α, κατά τον Ησύχ., ὀλιγωστός, -ή, -όν, Μ και λιγοστός, -ή, -όν)
ο πολύ λίγος, ολιγάριθμος ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη συγκέντρωση» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει χρόνον», Αριστοτ.)
αρχ.
ένας από τους λίγους («ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν», Πλούτ.)
επίρρ...
λιγοστά (Α ὀλιγοστῶς)
νεοελλ.
ανεπαρκώς
αρχ.
σε πολύ λίγο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + ποσοστιαία κατάλ. -(ο)στός (πρβλ. εκατ-οστός)].