λύκαινα: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(23) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λύκαινα]])<br />το θηλυκό του λύκου («[[εἶτα]] λύκαιναν μὲν ἐπιφοιτᾱν μαστὸν διδοῡσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας λυκαινίδες<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λύκαιναι</i><br />οι χωρικές της Ιταλίας που έβοσκαν πρόβατα<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στη [[λατρεία]] του Μίθρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>, [[κατά]] το [[λέαινα]]. | |mltxt=η (AM [[λύκαινα]])<br />το θηλυκό του λύκου («[[εἶτα]] λύκαιναν μὲν ἐπιφοιτᾱν μαστὸν διδοῡσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας λυκαινίδες<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λύκαιναι</i><br />οι χωρικές της Ιταλίας που έβοσκαν πρόβατα<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στη [[λατρεία]] του Μίθρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>, [[κατά]] το [[λέαινα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λύκαινα:''' [ῠ], ἡ, θηλ. του [[λύκος]], [[θηλυκός]] [[λύκος]], σε Βάβρ., Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, fem. of λύκος,
A she-wolf, Arist.HA580a18, Babr.16.8, Plu.Rom.2; of Artemis in Mithraism, Porph.Abst.4.16:—Dim. λυκαίνιον, τό, of a woman, Poll.4.150.
German (Pape)
[Seite 68] ἡ, fem. zu λύκος, die Wölfinn, Plut. Rom. 2.
Greek (Liddell-Scott)
λύκαινα: [ῠ], ἡ, θηλ. τοῦ λύκος, θῆλυς λύκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, Βάβρ. 16. 8, Πλουτ. Ρωμ. 2˙ - ὑποκορ. λυκαίνιον, τό, ὄνομα κωμικ. προσωπείου γραϊδίου, «τὸ μὲν λυκαίνιον ὑπόμηκες˙ ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί˙ λευκὸν, ὕπωχρον, στρεβλὸν τὸ ὄμμα» Πολυδ. Δ΄, 150.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
louve, animal.
Étymologie: λύκος.
Spanish
Greek Monolingual
η (AM λύκαινα)
το θηλυκό του λύκου («εἶτα λύκαιναν μὲν ἐπιφοιτᾱν μαστὸν διδοῡσαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας λυκαινίδες
μσν.
στον πληθ. αἱ λύκαιναι
οι χωρικές της Ιταλίας που έβοσκαν πρόβατα
αρχ.
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη λατρεία του Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κατάλ. -αινα, κατά το λέαινα.
Greek Monotonic
λύκαινα: [ῠ], ἡ, θηλ. του λύκος, θηλυκός λύκος, σε Βάβρ., Πλούτ.