μανιάς: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μανιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) <b>ως επίθ.</b> [[μανιώδης]], [[εμμανής]] («μανιάσιν νόσοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαν</i>- του [[μαίνομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σηπ</i>-<i>ιάς</i>)].
|mltxt=[[μανιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) <b>ως επίθ.</b> [[μανιώδης]], [[εμμανής]] («μανιάσιν νόσοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαν</i>- του [[μαίνομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σηπ</i>-<i>ιάς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰνιάς:''' -[[άδος]] ([[μανία]]), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., <i>μανιάσιν λυσσήμασι</i>, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιάς Medium diacritics: μανιάς Low diacritics: μανιάς Capitals: ΜΑΝΙΑΣ
Transliteration A: maniás Transliteration B: manias Transliteration C: manias Beta Code: mania/s

English (LSJ)

άδος,

   A frantic, mad, μανιάσιν νόσοις S.Aj.59; λύσσας μανιάδος E.Or.327 (lyr.), cf. S.Fr.941.4: with neut. Subst. in dat. pl., μανιάσιν λυσσήμασι E.Or.270.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιάς: -άδος, ἡ, (μανία) ἐμμανής, μαινόμενος, μανικός, μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59· λύσσας μανιάδος Εὐρ. Ὀρ. 327· μετ’ οὐδ. οὐσιαστ. κατὰ δοτ. πληθ., μανιάσιν λυσσήμασι αὐτόθι 270.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. aux trois genres;
furieux.
Étymologie: μανία.

Greek Monolingual

μανιάς, -άδος, ἡ (Α) ως επίθ. μανιώδης, εμμανής («μανιάσιν νόσοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν- του μαίνομαι + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σηπ-ιάς)].

Greek Monotonic

μᾰνιάς: -άδος (μανία), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., μανιάσιν λυσσήμασι, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.