μαλακόπους: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(24)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malakopous
|Transliteration C=malakopous
|Beta Code=malako/pous
|Beta Code=malako/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tenderfooted</b>, <span class="bibl">Hippiatr.95</span>, <span class="bibl">104</span>.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tenderfooted]], <span class="bibl">Hippiatr.95</span>, <span class="bibl">104</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαλακόπους]], -ουν (Μ, Α [[μαλακαίπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει ανάλαφρο ή [[αργό]] [[περπάτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρό</i>-[[πους]]). Ο τ. [[μαλακαίπους]] πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών [[κραταίπους]], [[χαλαίπους]].
|mltxt=[[μαλακόπους]], -ουν (Μ, Α [[μαλακαίπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει ανάλαφρο ή [[αργό]] [[περπάτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρό</i>-[[πους]]). Ο τ. [[μαλακαίπους]] πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών [[κραταίπους]], [[χαλαίπους]].
}}
}}

Revision as of 17:05, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόπους Medium diacritics: μαλακόπους Low diacritics: μαλακόπους Capitals: ΜΑΛΑΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: malakópous Transliteration B: malakopous Transliteration C: malakopous Beta Code: malako/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A tenderfooted, Hippiatr.95, 104.

Greek Monolingual

μαλακόπους, -ουν (Μ, Α μαλακαίπους, -ουν)
αυτός που έχει ανάλαφρο ή αργό περπάτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πούς (πρβλ. μακρό-πους). Ο τ. μαλακαίπους πιθ. κατ' επίδραση τών κραταίπους, χαλαίπους.