μανδραγόρας: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μαντραγόρας]], ο (AM [[μανδραγόρας]] Μ και μανδράγορος)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] με ναρκωτικές και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σολανίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ μανδραγόρου [[καθεύδω]]» ή «ὑπὸ μανδραγόρᾳ [[καθεύδω]]» — [[πέφτω]] σε [[βαθιά]] [[νάρκη]] ή [[μέθη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[επίθετο]] του [[Διός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Ο Μανδραγόρας</i><br />[[κωμωδία]] του Μακιαβέλι, που θεωρείται η πιο αξιόλογη [[κωμωδία]] της ιταλικής Αναγέννησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της γλώσσας της ιατρικής και της μαγείας. Αβέβαιης ετυμολ. Η ονομ. του φυτού προήλθε πιθ. από το όν. ενός γιατρού. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με την περσική ονομ. του φυτού <i>merdum gij</i><i>ā</i> «[[φυτό]] του ανθρώπου». Τη λ. δανείστηκαν η Αγγλική με τη [[μορφή]] <i>mandrake</i> και η Αρμενική με τη [[μορφή]] <i>manragor</i>]. | |mltxt=και [[μαντραγόρας]], ο (AM [[μανδραγόρας]] Μ και μανδράγορος)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] με ναρκωτικές και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σολανίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ μανδραγόρου [[καθεύδω]]» ή «ὑπὸ μανδραγόρᾳ [[καθεύδω]]» — [[πέφτω]] σε [[βαθιά]] [[νάρκη]] ή [[μέθη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[επίθετο]] του [[Διός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Ο Μανδραγόρας</i><br />[[κωμωδία]] του Μακιαβέλι, που θεωρείται η πιο αξιόλογη [[κωμωδία]] της ιταλικής Αναγέννησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της γλώσσας της ιατρικής και της μαγείας. Αβέβαιης ετυμολ. Η ονομ. του φυτού προήλθε πιθ. από το όν. ενός γιατρού. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με την περσική ονομ. του φυτού <i>merdum gij</i><i>ā</i> «[[φυτό]] του ανθρώπου». Τη λ. δανείστηκαν η Αγγλική με τη [[μορφή]] <i>mandrake</i> και η Αρμενική με τη [[μορφή]] <i>manragor</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μανδρᾰγόρας:''' -ου ή -α, ὁ, το [[φυτό]] [[μανδραγόρας]], με ναρκωτικές ιδιότητες, σε Ξεν., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ου or α, ὁ,
A mandrake (μ. ἄρρην = Mandragora officinalis, μ. θῆλυς, = M. autumnalis, Dsc.4.75), Thphr.HP9.8.8, CP6.4.5, etc.; μανδραγόρου ῥίζα Hp.Loc.Hom.39; ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει X.Smp.2.24; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι Pl.R.488c; μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν D.10.6; ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδειν, Luc.Dem.Enc.36, Tim.2. 2 belladonna, Atropa Belladonna, Thphr.HP6.2.9. II epith. of Zeus, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μανδρᾰγόρας: -ου ἢ α, ὁ, Atropa belladonna, φυτὸν ναρκωτικόν, μανδραγόρου ῥίζα Ἱππ. 420. 19· ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει Ξεν. Συμπ. 2, 24· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαι Πλάτ. Πολ. 488C· μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν Δημ. 133. 1· ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδει «τουτέστι μανδραγόραν τις πιὼν καὶ ναρκωθεὶς ἢ καρωθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ κοιμᾶται» (Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 69), Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 36, Τίμ. 2.
French (Bailly abrégé)
ου ou α (ὁ) :
mandragore, plante stupéfiante ou soporifique.
Étymologie: DELG terme dont l’obscurité n’étonne pas.
Greek Monolingual
και μαντραγόρας, ο (AM μανδραγόρας Μ και μανδράγορος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με ναρκωτικές και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. φρ. «ἐκ μανδραγόρου καθεύδω» ή «ὑπὸ μανδραγόρᾳ καθεύδω» — πέφτω σε βαθιά νάρκη ή μέθη
2. (κατά τον Ησύχ.) επίθετο του Διός
νεοελλ.
ως κύριο όν. Ο Μανδραγόρας
κωμωδία του Μακιαβέλι, που θεωρείται η πιο αξιόλογη κωμωδία της ιταλικής Αναγέννησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της γλώσσας της ιατρικής και της μαγείας. Αβέβαιης ετυμολ. Η ονομ. του φυτού προήλθε πιθ. από το όν. ενός γιατρού. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με την περσική ονομ. του φυτού merdum gijā «φυτό του ανθρώπου». Τη λ. δανείστηκαν η Αγγλική με τη μορφή mandrake και η Αρμενική με τη μορφή manragor].
Greek Monotonic
μανδρᾰγόρας: -ου ή -α, ὁ, το φυτό μανδραγόρας, με ναρκωτικές ιδιότητες, σε Ξεν., Δημ.