μετάμελος: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετάμελος]], -ον (ΑM)<br />αυτός που μετανοεί, μετανιωμένος («[[πόλις]] ταῑς διαδιδομέναις φήμαις [[μετάμελος]] οὖσα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μετάμελος]]<br />η [[μεταμέλεια]], το [[μετάνιωμα]] («πολύ δὲ [[μείζων]] ἔτι τῆς στρατείας ὁ [[μετάμελος]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[μεταμέλομαι]]. | |mltxt=[[μετάμελος]], -ον (ΑM)<br />αυτός που μετανοεί, μετανιωμένος («[[πόλις]] ταῑς διαδιδομέναις φήμαις [[μετάμελος]] οὖσα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μετάμελος]]<br />η [[μεταμέλεια]], το [[μετάνιωμα]] («πολύ δὲ [[μείζων]] ἔτι τῆς στρατείας ὁ [[μετάμελος]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[μεταμέλομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετάμελος:''' ὁ, [[μετάνοια]], [[μεταμέλεια]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A repentance, regret, Th.7.55, Conon 23.3, Themist.Ep.4.1, J.AJ19.4.4, Chor.p.214 B.; ἀποθανὼν ὁ δίκαιος ἔλιπε μετάμελον LXX Pr.11.3. II Adj. μετάμελος, ον, repenting, πόλις ταῖς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα D.S.25.11.
German (Pape)
[Seite 150] ὁ, die Reue, Thuc. 7, 55 u. Sp., wie Con. 23. – Ein adj. μετάμελος, reuevoll, D. Sic. exc. Vat. lib. 25, 2; aber Plat. Phaed. 113 e ist μεταμέλον zu accentuiren, s. μεταμέλω.
Greek (Liddell-Scott)
μετάμελος: ὁ, μεταμέλεια, μετάνοια, λύπη ἐπί τινι, Θουκ. 7. 55. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετάμελος, ον, ὁ μετανοῶν, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 56.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.
Greek Monolingual
μετάμελος, -ον (ΑM)
αυτός που μετανοεί, μετανιωμένος («πόλις ταῑς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα», Διόδ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μετάμελος
η μεταμέλεια, το μετάνιωμα («πολύ δὲ μείζων ἔτι τῆς στρατείας ὁ μετάμελος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μεταμέλομαι.
Greek Monotonic
μετάμελος: ὁ, μετάνοια, μεταμέλεια, σε Θουκ.