μετάχρονος: Difference between revisions
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετάχρονος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται καθυστερημένα, [[αναχρονιστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]]. | |mltxt=[[μετάχρονος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται καθυστερημένα, [[αναχρονιστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετάχρονος:''' -ον, [[καθυστερημένος]], αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc.Salt.80.
German (Pape)
[Seite 157] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.
Greek (Liddell-Scott)
μετάχρονος: -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ ἔπειτα γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
postérieur, tardif.
Étymologie: μετά, χρόνος.
Greek Monolingual
μετάχρονος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χρόνος.
Greek Monotonic
μετάχρονος: -ον, καθυστερημένος, αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.