μονόφρουρος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόφρουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φρουρεί [[μόνος]] του, ο [[μόνος]] [[φύλακας]] («ὡς θέλει τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον [[ἕρκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φρουρός]].
|mltxt=[[μονόφρουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φρουρεί [[μόνος]] του, ο [[μόνος]] [[φύλακας]] («ὡς θέλει τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον [[ἕρκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φρουρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονόφρουρος:''' -ον ([[φρουρά]]), αυτός που φυλάει [[σκοπιά]] [[μόνος]] του, [[μοναδικός]] [[φρουρός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφρουρος Medium diacritics: μονόφρουρος Low diacritics: μονόφρουρος Capitals: ΜΟΝΟΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: monóphrouros Transliteration B: monophrouros Transliteration C: monofrouros Beta Code: mono/frouros

English (LSJ)

ον,

   A watching alone, γαίας μονόφρουρον ἕρκος A.Ag.257 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 206] allein bewachend, Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος, Aesch. Ag. 248.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφρουρος: -ον, ὁ ἀγρυπνῶν μόνος, μόνος φύλαξ, φρουρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 257.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est seul gardien, seul défenseur.
Étymologie: μόνος, φρουρά.

Greek Monolingual

μονόφρουρος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί μόνος του, ο μόνος φύλακας («ὡς θέλει τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + φρουρός.

Greek Monotonic

μονόφρουρος: -ον (φρουρά), αυτός που φυλάει σκοπιά μόνος του, μοναδικός φρουρός, σε Αισχύλ.