μορφολογία: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> όρος που αναφέρεται τόσο στη [[διαμόρφωση]] όσο και στη [[μελέτη]] του μεγέθους, της μορφής και της δομής τών όντων<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της γεωμορφολογίας<br /><b>3.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[μελέτη]] της εσωτερικής δομής τών λέξεων, το [[μέρος]] της γραμματικής που εξετάζει τις μεταβολές τών λέξεων, αλλ. [[τυπικό]] ή τυπολογικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>morphologie</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- και -[[λογία]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> όρος που αναφέρεται τόσο στη [[διαμόρφωση]] όσο και στη [[μελέτη]] του μεγέθους, της μορφής και της δομής τών όντων<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της γεωμορφολογίας<br /><b>3.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[μελέτη]] της εσωτερικής δομής τών λέξεων, το [[μέρος]] της γραμματικής που εξετάζει τις μεταβολές τών λέξεων, αλλ. [[τυπικό]] ή τυπολογικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>morphologie</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- και -[[λογία]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. βιολ. όρος που αναφέρεται τόσο στη διαμόρφωση όσο και στη μελέτη του μεγέθους, της μορφής και της δομής τών όντων
2. γεωλ. άλλη ονομασία της γεωμορφολογίας
3. γλωσσ. η μελέτη της εσωτερικής δομής τών λέξεων, το μέρος της γραμματικής που εξετάζει τις μεταβολές τών λέξεων, αλλ. τυπικό ή τυπολογικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphologie (< μορφή + συνδετικό φωνήεν -ο- και -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά].