μόριος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόριος]], ὁ (Α) [[μόρια]]<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.———————— <b>(II)</b><br />[[μόριος]], -α, -ον (Α) [[μόρος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προορίζεται για [[ταφή]] («[[μορία]] γῆ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μόριος]]<br />[[ἄπληστος]]».
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόριος]], ὁ (Α) [[μόρια]]<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.———————— <b>(II)</b><br />[[μόριος]], -α, -ον (Α) [[μόρος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προορίζεται για [[ταφή]] («[[μορία]] γῆ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μόριος]]<br />[[ἄπληστος]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''μόριος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> = [[μόρσιμος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> βλ. [[μορίαι]].
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόριος Medium diacritics: μόριος Low diacritics: μόριος Capitals: ΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: mórios Transliteration B: morios Transliteration C: morios Beta Code: mo/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A of burial, γῆ AP7.477 (Tymn.).

German (Pape)

[Seite 207] vom Schicksal bestimmt, verhängt, fatalis, εἰ μὴ πρὸς Νείλῳ γῆς μορίης ἔτυχες, Grad, Tymn. 5 (VII, 477). Vgl. μόρσιμος u. μοιρίδιος. Ζεύς, der Beschützer der heiligen Oelbäume, μορίαι, Soph. O. C. 710, vgl. Schol. dazu u. zu Ar. Nub. 1001.

Greek (Liddell-Scott)

μόριος: -α, -ον, = μόριμος, μόρσιμος, Ἀνθ. Π. 7. 477. - Περὶ τοῦ: Ζεὺς Μόριος, ἴδε ἐν λέξ. μορία.

Greek Monolingual

(I)
μόριος, ὁ (Α) μόρια
προσωνυμία του Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.———————— (II)
μόριος, -α, -ον (Α) μόρος
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προορίζεται για ταφήμορία γῆ», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριος
ἄπληστος».

Greek Monotonic

μόριος: -α, -ον,
I. = μόρσιμος, σε Ανθ.
II. βλ. μορίαι.