μονόστιχος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστιχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από έναν στίχο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονόστιχο</i>(<i>ν</i>)<br />[[ένας]] και μόνο [[στίχος]] ο [[οποίος]] αποτελεί αυτοτελή [[έννοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>στιχος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστιχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από έναν στίχο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονόστιχο</i>(<i>ν</i>)<br />[[ένας]] και μόνο [[στίχος]] ο [[οποίος]] αποτελεί αυτοτελή [[έννοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>στιχος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονόστιχος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από έναν μόνο στίχο, σε Ανθ.· <i>τὰ μονόστιχα</i>, μονόστιχα, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A consisting of one verse, ἐπίγραμμα AP11.312 (Lucill.), Luc.Demon.44; μονόστιχα single verses, Plu.Pomp.27.
German (Pape)
[Seite 205] aus einer Reihe, ei nem Verse bestehend; ἐπίγραμμα, Lucill. 75 (XI, 312); Luc. Demon. 44.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστῐχος: -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στίχου ἀποτελούμενος, ἐπίγραμμα Ἀνθ. Π. 11. 312· τὰ μ., στίχοι μόνοι ἀποτελοῦντες ἔννοιαν αὐτοτελῆ, Πλουτ. Πομπ. 27· πρβλ. δίστιχος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se compose d’un seul vers.
Étymologie: μόνος, στίχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόστιχος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν στίχο
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόστιχο(ν)
ένας και μόνο στίχος ο οποίος αποτελεί αυτοτελή έννοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στίχος (πρβλ. πολύ-στιχος)].
Greek Monotonic
μονόστιχος: -ον, αυτός που αποτελείται από έναν μόνο στίχο, σε Ανθ.· τὰ μονόστιχα, μονόστιχα, σε Πλούτ.