ναοφύλαξ: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />([[ναοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].———————— <b>(II)</b><br />[[ναοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />ο [[κυβερνήτης]] ή ο [[πηδαλιούχος]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της γενικής του δωρ. τ. [[ναός]] (= [[νηός]]) της λ. [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />([[ναοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]] ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].———————— <b>(II)</b><br />[[ναοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />ο [[κυβερνήτης]] ή ο [[πηδαλιούχος]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της γενικής του δωρ. τ. [[ναός]] (= [[νηός]]) της λ. [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νᾱοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ ([[ναός]]), [[φύλακας]] ναού, Λατ. [[aedituus]], σε Ευρ., Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, (ναός)
A keeper, warden of a temple, E.IT1284, Arist.Pol.1322b25, BGU362 (iii A.D.); cf. ναυφύλαξ 11. II (ναῦς) master or pilot of a ship, S.Fr.143.
German (Pape)
[Seite 229] ακος, ὁ, 1) Tempelhüter, Tempelwart; Eur. I. T. 1284; Arist. pol. 6, 8. – 2) Schiffshüter, -lenker, Soph. frg. 151.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, (ναὸς) ὁ φύλαξ ναοῦ, Λατ. aedituus, Εὐρ. Ι. Τ. 1281, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 19. ΙΙ. (ναῦς) ὁ κυβερνήτης ἢ πηδαλιοῦχος πλοίου, Σοφ. Ἀποσπ. 151.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien d’un temple.
Étymologie: ναός, φύλαξ.
Greek Monolingual
(I)
(ναοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + φύλαξ.———————— (II)
ναοφύλαξ, ὁ (Α)
ο κυβερνήτης ή ο πηδαλιούχος πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της γενικής του δωρ. τ. ναός (= νηός) της λ. ναῦς «πλοίο» + φύλαξ.
Greek Monotonic
νᾱοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ (ναός), φύλακας ναού, Λατ. aedituus, σε Ευρ., Αριστ.