νεκροβαρής: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεκροβαρής]], -ές (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που φέρει [[φορτίο]] [[νεκρών]] («νεκροβαρὴς [[ἄκατος]]», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>βαρής</i>, <i>θυμο</i>-<i>βαρής</i>].
|mltxt=[[νεκροβαρής]], -ές (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που φέρει [[φορτίο]] [[νεκρών]] («νεκροβαρὴς [[ἄκατος]]», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>βαρής</i>, <i>θυμο</i>-<i>βαρής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεκροβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που φέρει το [[βάρος]] των [[νεκρών]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροβᾰρής Medium diacritics: νεκροβαρής Low diacritics: νεκροβαρής Capitals: ΝΕΚΡΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: nekrobarḗs Transliteration B: nekrobarēs Transliteration C: nekrovaris Beta Code: nekrobarh/s

English (LSJ)

ές,

   A laden with the dead, ἄκατος APl.4.273 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 237] ἄκατος, mit Todten belastet, Crinag. 16 (Plan. 273).

Greek (Liddell-Scott)

νεκροβᾰρής: -ές, φέρων βάρος, φορτίον νεκρῶν, ἄκατος Ἀνθ. Πλαν. 283.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé d’un mort ou de morts.
Étymologie: νεκρός, βάρος.

Greek Monolingual

νεκροβαρής, -ές (Α)
(για πλοίο) αυτός που φέρει φορτίο νεκρών («νεκροβαρὴς ἄκατος», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής, θυμο-βαρής].

Greek Monotonic

νεκροβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που φέρει το βάρος των νεκρών, σε Ανθ.