μυξώδης: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(26)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυξώδης]], -ῶδες) [[μύξα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μύξα]], βλεννοειδής, [[γλοιώδης]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) αυτός που αποτελείται από [[μύξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει άφθονη [[μύξα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κουτός]], [[βλάκας]], [[ηλίθιος]] («βλεκέμυξος, [[βλακώδης]], [[μυξώδης]]», <b>Ησύχ.</b>).
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυξώδης]], -ῶδες) [[μύξα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μύξα]], βλεννοειδής, [[γλοιώδης]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) αυτός που αποτελείται από [[μύξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει άφθονη [[μύξα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κουτός]], [[βλάκας]], [[ηλίθιος]] («βλεκέμυξος, [[βλακώδης]], [[μυξώδης]]», <b>Ησύχ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''μυξώδης:''' похожий на слизь, слизистый ([[ὑγρότης]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξώδης Medium diacritics: μυξώδης Low diacritics: μυξώδης Capitals: ΜΥΞΩΔΗΣ
Transliteration A: myxṓdēs Transliteration B: myxōdēs Transliteration C: myksodis Beta Code: mucw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like mucus, abounding in it, Hp.Art.40, cf. 8 (Comp.); δεσμὸς μ. a pulpy band of connexion, ib.45; μ. ὑγρότητες, γλισχρότης, Arist.GA761b33, HA517b28; μ. ὑγρασία Thphr.HP3.13.2; μ. ῥίζαι, σάρξ, Dsc.3.17, Gal.1.579.

German (Pape)

[Seite 218] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μυξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., γλοιώδης, αὐτόθι 809· μ. ὑγρότης, γλισχρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυξώδης, -ῶδες) μύξα
αυτός που μοιάζει με μύξα, βλεννοειδής, γλοιώδης
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που αποτελείται από μύξα
αρχ.
1. αυτός που έχει άφθονη μύξα
2. μτφ. κουτός, βλάκας, ηλίθιος («βλεκέμυξος, βλακώδης, μυξώδης», Ησύχ.).

Russian (Dvoretsky)

μυξώδης: похожий на слизь, слизистый (ὑγρότης Arst.).