μυλοκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
(26) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[μυλοκόπος]], -ον)<br />αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ο (Α [[μυλοκόπος]], -ον)<br />αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μυλοκόπος]]<br />το [[ψάρι]] [[μύλλος]], το [[μυλοκόπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] / [[μύλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλο</i>-[[κόπος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A millstone-worker, PTeb.278.12 (i A. D.), Gloss., prob. in Sammelb.7199.29 (ii A. D.); = ὀνοκόπος, Poll.7.20. II = μύλλος, Sch.Opp.H.1.130:—also Dim. μῠλο-κόπιον, τό, ibid.
German (Pape)
[Seite 217] den Mühlstein schärfend, Poll. 7, 20.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλοκόπος: -ον, ὁ, κόπτων, κατεργαζόμενος μυλοπέτρας, Γλωσσ. 2) = ὁ ἰχθὺς μύλλος, Σχόλ. εἰς Ὀπ. Ἁλ. 1, 130.
Greek Monolingual
-ο (Α μυλοκόπος, -ον)
αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μυλοκόπος
το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος.