Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ναρός: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(26)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ρέει, ο [[υγρός]], ο [[ρευστός]] («ναρᾱς Δίρκης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ναFερος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νάω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> <b>πρβλ.</b> <i>θαλ</i>-<i>ερός</i>) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[συναίρεση]]].
|mltxt=[[ναρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ρέει, ο [[υγρός]], ο [[ρευστός]] («ναρᾱς Δίρκης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ναFερος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νάω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> <b>πρβλ.</b> <i>θαλ</i>-<i>ερός</i>) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[συναίρεση]]].
}}
{{elru
|elrutext='''νᾱρός:''' текучий ([[Δίρκη]] Aesch.; κρηναῖα [[ποτά]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱρός Medium diacritics: ναρός Low diacritics: ναρός Capitals: ΝΑΡΟΣ
Transliteration A: narós Transliteration B: naros Transliteration C: naros Beta Code: naro/s

English (LSJ)

ά, όν, (νάω)

   A flowing, liquid, Δίρκη A.Fr.347; ναρὰ καὶ κρηναῖα ποτά S.Fr.621; cf. νηρός.

German (Pape)

[Seite 230] (νάω), fließend; Δίρκη, Aesch. frg. 426; Soph. frg. 560; VLL. erkl. ὑγρός; nach Phryn., der für νηρὸν ὕδωρ vielmehr πρόσφατον zu sagen räth, ist ναρός od. νηρός = νεαρός, frisch.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱρός: ά, ον, (νάω) ὁ ῥέων, ῥευστός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 399· ναρὰ κρηναῑα ποτὰ Σοφ. 560. Ἀρχαία λέξις, μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ., ἴδε Λοβ. 42. (Πρβλ. Νηρεύς, καὶ τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς νερόν).

Greek Monolingual

ναρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ρέει, ο υγρός, ο ρευστός («ναρᾱς Δίρκης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναFερος < νάω + κατάλ. -ερός πρβλ. θαλ-ερός) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και συναίρεση].

Russian (Dvoretsky)

νᾱρός: текучий (Δίρκη Aesch.; κρηναῖα ποτά Soph.).