νύκτιος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[νύκτιος]], -ία, -ον)<br />[[νυχτερινός]], [[νυκτερόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το επίθ. πιθ. έχει σχηματιστεί από τα συνθ. σε -[[νύκτιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-[[νύκτιος]], [[ολονύκτιος]])]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[νύκτιος]], -ία, -ον)<br />[[νυχτερινός]], [[νυκτερόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το επίθ. πιθ. έχει σχηματιστεί από τα συνθ. σε -[[νύκτιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-[[νύκτιος]], [[ολονύκτιος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νύκτιος:''' -α, -ον ([[νύξ]]), [[νυχτερινός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (νύξ)
A of the night, θήρ AP6.221 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 267] nächtlich, θήρ, Leonid. Al. 12 (VI, 221).
Greek (Liddell-Scott)
νύκτιος: -α, -ον, (νὺξ) νυκτερινός, Ἀνθ. Π. 6. 221.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
nocturne.
Étymologie: νύξ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νύκτιος, -ία, -ον)
νυχτερινός, νυκτερόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κατάλ. -ιος. Το επίθ. πιθ. έχει σχηματιστεί από τα συνθ. σε -νύκτιος (πρβλ. επι-νύκτιος, ολονύκτιος)].
Greek Monotonic
νύκτιος: -α, -ον (νύξ), νυχτερινός, σε Ανθ.