ξανθοειδής: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(27) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksanthoeidis | |Transliteration C=ksanthoeidis | ||
|Beta Code=canqoeidh/s | |Beta Code=canqoeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[yellow in appearance]], <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξανθοειδής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό [[χρώμα]] δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξανθός]], ξανθοκίτρινος στην όψη. | |mltxt=[[ξανθοειδής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό [[χρώμα]] δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξανθός]], ξανθοκίτρινος στην όψη. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:38, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.
Greek Monolingual
ξανθοειδής, -ές (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος
αρχ.
ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη.