ναυτιώδης: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(26)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες (Α [[ναυτιώδης]], -ῶδες) [[ναυτία]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ναυτία]], αυτός που προκαλεί [[τάση]] για εμετό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για εμετό, αυτός που υποφέρει από [[ναυτία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ναυτιωδῶς]] (Α)<br />με ναυτιώδη τρόπο.
|mltxt=-ῶδες (Α [[ναυτιώδης]], -ῶδες) [[ναυτία]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ναυτία]], αυτός που προκαλεί [[τάση]] για εμετό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για εμετό, αυτός που υποφέρει από [[ναυτία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ναυτιωδῶς]] (Α)<br />με ναυτιώδη τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυτιώδης:''' <b class="num">1)</b> вызывающий тошноту, тошнотворный Plut.;<br /><b class="num">2)</b> страдающий морской болезнью, испытывающий тошноту Plut.
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτιώδης Medium diacritics: ναυτιώδης Low diacritics: ναυτιώδης Capitals: ΝΑΥΤΙΩΔΗΣ
Transliteration A: nautiṓdēs Transliteration B: nautiōdēs Transliteration C: naftiodis Beta Code: nautiw/dhs

English (LSJ)

ες, (ναυτία)

   A nauseous, sickening, Dsc.1.40, Antyll. ap. Orib.4.11.6, Plu.2.127a, 128d; τὸ ν. Gal.6.678.    2 disposed to nausea, διάθεσις Id.13.122,156. Adv. -δῶς, ἔχειν Herod.Med. ap. Orib.5.27.22.

German (Pape)

[Seite 233] ες, ναυτίωσις, ἡ, att, = ναυσιώδης, ναυσίωσις.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτιώδης: -ες, (ναυτία) ὁ προξενῶν ἔμετον, πλήρης ναυτίας, Πλούτ. 2. 1 27 Α, 128D, Ξενοκρ. 47, Διοσκ. 1, 49, Γαλην. VI, 378B, κλ. ― γράφεται καὶ ναυσιώδης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 qui provoque la nausée, nauséabond;
2 sujet à des nausées.
Étymologie: ναυτία, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες (Α ναυτιώδης, -ῶδες) ναυτία
1. αυτός που προκαλεί ναυτία, αυτός που προκαλεί τάση για εμετό
2. αυτός που έχει τάση για εμετό, αυτός που υποφέρει από ναυτία
3. μτφ. αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας.
επίρρ...
ναυτιωδῶς (Α)
με ναυτιώδη τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

ναυτιώδης: 1) вызывающий тошноту, тошнотворный Plut.;
2) страдающий морской болезнью, испытывающий тошноту Plut.