ναυμαχησείω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναυμαχησείω]] (Α)<br />[[επιθυμώ]] να πολεμήσω στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ναυμάχησ</i>- του [[ναυμαχώ]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. <i>ναυμαχήσω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>σ</i>)<i>είω</i>, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμησ</i>-<i>είω</i> «[[επιθυμώ]] να πολεμήσω»].
|mltxt=[[ναυμαχησείω]] (Α)<br />[[επιθυμώ]] να πολεμήσω στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ναυμάχησ</i>- του [[ναυμαχώ]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. <i>ναυμαχήσω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>σ</i>)<i>είω</i>, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμησ</i>-<i>είω</i> «[[επιθυμώ]] να πολεμήσω»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναυμᾰχησείω:''' εφετικό του [[ναυμαχέω]], [[επιθυμώ]] να [[δώσω]] [[μάχη]] στη [[θάλασσα]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυμᾰχησείω Medium diacritics: ναυμαχησείω Low diacritics: ναυμαχησείω Capitals: ΝΑΥΜΑΧΗΣΕΙΩ
Transliteration A: naumachēseíō Transliteration B: naumachēseiō Transliteration C: navmachiseio Beta Code: naumaxhsei/w

English (LSJ)

Desiderat. of ναυμαχέω,

   A wish to fight by sea, Th.8.79.

German (Pape)

[Seite 231] desiderat. von ναυμαχέω, ich habe Luft eine Seeschlacht zu liefern, Thuc. 8, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ναυμᾰχησείω: ἐφετ. τοῦ ναυμαχέω, ἐπιθυμῶ νὰ πολεμήσω κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 8. 79.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
avoir le désir d’engager un combat naval.
Étymologie: ναυμαχέω.

Greek Monolingual

ναυμαχησείω (Α)
επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ- του ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»].

Greek Monotonic

ναυμᾰχησείω: εφετικό του ναυμαχέω, επιθυμώ να δώσω μάχη στη θάλασσα, σε Θουκ.