νεόστατος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(26) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neostatos | |Transliteration C=neostatos | ||
|Beta Code=neo/statos | |Beta Code=neo/statos | ||
|Definition=Cypr. νεϝόστατος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[νεώτατος]], | |Definition=Cypr. νεϝόστατος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[νεώτατος]], [[latest]], [[last]], τᾶν ἐπαγομενᾶν ν. <span class="title">Inscr.Cypr.</span>134 H.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:30, 29 June 2020
English (LSJ)
Cypr. νεϝόστατος,
A = νεώτατος, latest, last, τᾶν ἐπαγομενᾶν ν. Inscr.Cypr.134 H.
Greek (Liddell-Scott)
νεόστατος: -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, νεοπαγής, Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ.
Greek Monolingual
νεόστατος, -ον (ΑΜ, Α κυπριακός τ. νεFόστατος, -ον) αυτός που στερεώθηκε πρόσφατα, νεοπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + στατός (< συνεσταλμένη βαθμίδα στά- του ἵστημι / ἵστᾱμι), πρβλ. ορθό-στατος].