νικαφορία: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νικαφορία]], ή (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νικηφορία]]. | |mltxt=[[νικαφορία]], ή (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νικηφορία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νικαφορία:''' -[[φόρος]], Δωρ. αντί <i>νικηφ-</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
νῑκ-φόρος, Dor. for νικηφ-.
Greek (Liddell-Scott)
νικαφορία: -φόρος, Δωρ. ἀντὶ νικηφορία, νικηφ-, Πίνδ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
victoire remportée, victoire.
Étymologie: νικηφόρος.
English (Slater)
νῑκᾱφορία
1 victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ]αφορίαν[ (alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub. ]φοριᾶν Πα. 17b. 26.
Greek Monolingual
νικαφορία, ή (Α)
βλ. νικηφορία.
Greek Monotonic
νικαφορία: -φόρος, Δωρ. αντί νικηφ-.