νεοχμώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(26)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />νεοχμῶ, -έω (Α) [[νεοχμός]]<br />[[νεοχμώ]] (II).———————— <b>(II)</b><br />νεοχμῶ, -όω (Α) [[νεοχμός]]<br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] μεταρρυθμίσεις, [[ιδίως]] πολιτικές<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]]<br /><b>3.</b> [[ανακαινίζω]], [[ανανεώνω]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[προκαλώ]] [[επιπλοκή]] ή δυσκολίες.
|mltxt=<b>(I)</b><br />νεοχμῶ, -έω (Α) [[νεοχμός]]<br />[[νεοχμώ]] (II).<br /> <b>(II)</b><br />νεοχμῶ, -όω (Α) [[νεοχμός]]<br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] μεταρρυθμίσεις, [[ιδίως]] πολιτικές<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]]<br /><b>3.</b> [[ανακαινίζω]], [[ανανεώνω]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[προκαλώ]] [[επιπλοκή]] ή δυσκολίες.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
νεοχμῶ, -έω (Α) νεοχμός
νεοχμώ (II).
(II)
νεοχμῶ, -όω (Α) νεοχμός
1. επιφέρω μεταρρυθμίσεις, ιδίως πολιτικές
2. (γενικά) αλλάζω, μεταβάλλω
3. ανακαινίζω, ανανεώνω
4. ιατρ. προκαλώ επιπλοκή ή δυσκολίες.