νησσοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(27) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νησσοκτόνος]] και [[νηττοκτόνος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει πάπιες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[νησσοκτόνος]] και [[νηττοκτόνος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει πάπιες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[νησσοκτόνος]]<br />[[είδος]] αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσσα]] / [[νῆττα]] «[[πάπια]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μηλο</i>-[[κτόνος]], <i>ταυρο</i>-[[κτόνος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 14 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
νησσοκτόνος: ἢ νηττοκτόνος, ον, ὁ κτείνων, φονεύων νήσσας, νηττοκτόνος κίρκος Φιλῆς περὶ Ζῴων, 14, 6, σ. 58, 6.
Greek Monolingual
νησσοκτόνος και νηττοκτόνος, -ον (Μ)
1. αυτός που σκοτώνει πάπιες
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νησσοκτόνος
είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, ταυρο-κτόνος.