πλειστοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για τον παίκτη της πλειστοβολίνδας) αυτός που ρίχνει τις περισσότερες βολές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=-ον, Α<br />(για τον παίκτη της πλειστοβολίνδας) αυτός που ρίχνει τις περισσότερες βολές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλειστοβόλος:''' -ον, [[ρίχνω]] τα περισσότερα, λέγεται γι' αυτούς που παίζουν ζάρια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστοβόλος Medium diacritics: πλειστοβόλος Low diacritics: πλειστοβόλος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pleistobólos Transliteration B: pleistobolos Transliteration C: pleistovolos Beta Code: pleistobo/los

English (LSJ)

ον (parox.),

   A throwing high, of dicers, AP7.422 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 628] am meisten, das Meiste werfend, sehr viel werfend, vom Würfelspiel, Leon. Tar. 84 (VII, 422).

Greek (Liddell-Scott)

πλειστοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui amène le plus fort point au jeu de dés.
Étymologie: πλεῖστος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον παίκτη της πλειστοβολίνδας) αυτός που ρίχνει τις περισσότερες βολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.

Greek Monotonic

πλειστοβόλος: -ον, ρίχνω τα περισσότερα, λέγεται γι' αυτούς που παίζουν ζάρια, σε Ανθ.