πολύεδρος: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύεδρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές έδρες, [[πολλά]] καθίσματα (α. «πολύεδρη [[αίθουσα]]» β. «τὸ [[ᾠδεῖον]] πολύεδρον καὶ πολύστυλον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύεδρο</i><br />α) <b>μαθ.</b> στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που ονομάζονται έδρες<br />θ) <b>βιολ.</b> μικροσκοπικό κρυσταλλικό πρωτεϊνικό [[σωμάτιο]] το οποίο περικλείει ιό και περιέχεται στα κύτταρα τών εντόμων που έχουν προσβληθεί από [[πολυέδρωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κανονικό πολύεδρο» — πολύεδρο, του οποίου οι έδρες [[είναι]] ίσα κανονικά πολύγωνα και όλες οι δίεδρες ή στερεές γωνίες του [[είναι]] ίσες<br />β) «κυρτό πολύεδρο» — πολύεδρο που [[κάθε]] [[έδρα]] του, όταν προεκταθεί, αφήνει το στερεό [[προς]] το ίδιο [[μέρος]] της<br />γ) «ομοιομερές πολύεδρο» — πολύεδρο του οποίου όλες οι στερεές γωνίες έχουν τον ίδιο αριθμό εδρών και όλες οι έδρες του τον ίδιο αριθμό πλευρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>εδρος</i>, <i>πρό</i>-<i>εδρος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολύεδρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές έδρες, [[πολλά]] καθίσματα (α. «πολύεδρη [[αίθουσα]]» β. «τὸ [[ᾠδεῖον]] πολύεδρον καὶ πολύστυλον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύεδρο</i><br />α) <b>μαθ.</b> στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που ονομάζονται έδρες<br />θ) <b>βιολ.</b> μικροσκοπικό κρυσταλλικό πρωτεϊνικό [[σωμάτιο]] το οποίο περικλείει ιό και περιέχεται στα κύτταρα τών εντόμων που έχουν προσβληθεί από [[πολυέδρωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κανονικό πολύεδρο» — πολύεδρο, του οποίου οι έδρες [[είναι]] ίσα κανονικά πολύγωνα και όλες οι δίεδρες ή στερεές γωνίες του [[είναι]] ίσες<br />β) «κυρτό πολύεδρο» — πολύεδρο που [[κάθε]] [[έδρα]] του, όταν προεκταθεί, αφήνει το στερεό [[προς]] το ίδιο [[μέρος]] της<br />γ) «ομοιομερές πολύεδρο» — πολύεδρο του οποίου όλες οι στερεές γωνίες έχουν τον ίδιο αριθμό εδρών και όλες οι έδρες του τον ίδιο αριθμό πλευρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>εδρος</i>, <i>πρό</i>-<i>εδρος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που έχει πολλές έδρες, [[πολυεδρικός]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with many seats, Plu. Per.13.
German (Pape)
[Seite 662] vielfitzig, Plut. Pericl. 13; vieleckig, Sp., besonders Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
πολύεδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἕδρας, τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον Πλουτ. Περικλ. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à plusieurs sièges ou degrés.
Étymologie: πολύς, ἕδρα.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύεδρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές έδρες, πολλά καθίσματα (α. «πολύεδρη αίθουσα» β. «τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολύεδρο
α) μαθ. στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που ονομάζονται έδρες
θ) βιολ. μικροσκοπικό κρυσταλλικό πρωτεϊνικό σωμάτιο το οποίο περικλείει ιό και περιέχεται στα κύτταρα τών εντόμων που έχουν προσβληθεί από πολυέδρωση
2. φρ. α) «κανονικό πολύεδρο» — πολύεδρο, του οποίου οι έδρες είναι ίσα κανονικά πολύγωνα και όλες οι δίεδρες ή στερεές γωνίες του είναι ίσες
β) «κυρτό πολύεδρο» — πολύεδρο που κάθε έδρα του, όταν προεκταθεί, αφήνει το στερεό προς το ίδιο μέρος της
γ) «ομοιομερές πολύεδρο» — πολύεδρο του οποίου όλες οι στερεές γωνίες έχουν τον ίδιο αριθμό εδρών και όλες οι έδρες του τον ίδιο αριθμό πλευρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. εύ-εδρος, πρό-εδρος].
Greek Monotonic
πολύεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που έχει πολλές έδρες, πολυεδρικός, σε Πλούτ.