ξενοκρατούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
(27)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ξενοκρατοῡμαι, -έομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[χώρα]] ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους<br /><b>αρχ.</b><br />βρίσκομαι υπό την [[κατοχή]] μισθοφορικών στρατευμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>κρατοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαο</i>-<i>κρατούμαι</i>].
|mltxt=(Α ξενοκρατοῦμαι, -έομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[χώρα]] ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους<br /><b>αρχ.</b><br />βρίσκομαι υπό την [[κατοχή]] μισθοφορικών στρατευμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>κρατοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαο</i>-<i>κρατούμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 12:45, 15 February 2019

Greek Monolingual

(Α ξενοκρατοῦμαι, -έομαι)
νεοελλ.
(για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους
αρχ.
βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. λαο-κρατούμαι].