ξενοδαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξενοδαίτης]], δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κρεο</i>-[[δαίτης]], <i>λαγο</i>-[[δαίτης]]].
|mltxt=[[ξενοδαίτης]], δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κρεο</i>-[[δαίτης]], <i>λαγο</i>-[[δαίτης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενοδαίτης:''' -ου, ἡ ([[δαίς]]), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδαίτης Medium diacritics: ξενοδαίτης Low diacritics: ξενοδαίτης Capitals: ΞΕΝΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: xenodaítēs Transliteration B: xenodaitēs Transliteration C: ksenodaitis Beta Code: cenodai/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -τᾱς, ὁ, (δαίς)

   A one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Id.Cyc.658 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, der Fremde od. Gäste verzehrt, Polyphem, Eur. Cycl. 652.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδαίτης: -ου, ἡ, (δαὶς) ὁ κατατρώγων τοὺς ξενιζομένους ἢ ξένους, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 658· ἴδε τὸ προηγ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mange ses hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, δαίομαι.

Greek Monolingual

ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)
(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο-δαίτης, λαγο-δαίτης].

Greek Monotonic

ξενοδαίτης: -ου, ἡ (δαίς), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ.