ξινός: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(27) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όξινη [[γεύση]], τη [[γεύση]] υγρών που περιέχουν οξικό οξύ<br /><b>2.</b> (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί [[αλλοίωση]] και έχει αρχίσει να ξινίζει<br /><b>3.</b> (για φρούτα) [[άγουρος]], [[στυφός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όξινη [[γεύση]], τη [[γεύση]] υγρών που περιέχουν οξικό οξύ<br /><b>2.</b> (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί [[αλλοίωση]] και έχει αρχίσει να ξινίζει<br /><b>3.</b> (για φρούτα) [[άγουρος]], [[στυφός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ξινό]]<br />το κιτρικό οξύ<br /><b>5.</b> (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ,) <i>τα ξινά</i><br />τα [[εσπεριδοειδή]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μού βγήκε [[ξινό]]» — λέγεται για καταστάσεις που, ενώ στην [[αρχή]] [[είναι]] ευχάριστες, αργότερα αποβαίνουν δυσάρεστες<br />β) «του (ή της) αρέσουν τα ξινά» — [[είναι]] [[επιρρεπής]] στις ερωτικές απολαύσεις<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «περσινά ξινά σταφύλια» — λέγεται για περασμένες και ξεχασμένες [[πλέον]] καταστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>ὀξινος</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ὄξινος]] <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]], με σίγηση του αρκτ. άτονου <i>ο</i>-]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που έχει όξινη γεύση, τη γεύση υγρών που περιέχουν οξικό οξύ
2. (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί αλλοίωση και έχει αρχίσει να ξινίζει
3. (για φρούτα) άγουρος, στυφός
4. το ουδ. ως ουσ. το ξινό
το κιτρικό οξύ
5. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ,) τα ξινά
τα εσπεριδοειδή
6. φρ. α) «μού βγήκε ξινό» — λέγεται για καταστάσεις που, ενώ στην αρχή είναι ευχάριστες, αργότερα αποβαίνουν δυσάρεστες
β) «του (ή της) αρέσουν τα ξινά» — είναι επιρρεπής στις ερωτικές απολαύσεις
7. παροιμ. «περσινά ξινά σταφύλια» — λέγεται για περασμένες και ξεχασμένες πλέον καταστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀξινος < αρχ. ὄξινος < ὄξος, με σίγηση του αρκτ. άτονου ο-].