ὀλιγάκις: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ὀλιγάκις]] και ὀλιγάκι)<br /><b>επίρρ.</b> λίγες φορές, από καιρό σε καιρό, σπάνια («δι' αὐτὰ ἡ [[πόλις]] ἡμῶν [[ὀλιγάκις]] μὲν ἡσυχάζει», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολλ</i>-<i>άκις</i>, [[συχν]]-<i>άκις</i>)]. | |mltxt=(Α [[ὀλιγάκις]] και ὀλιγάκι)<br /><b>επίρρ.</b> λίγες φορές, από καιρό σε καιρό, σπάνια («δι' αὐτὰ ἡ [[πόλις]] ἡμῶν [[ὀλιγάκις]] μὲν ἡσυχάζει», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολλ</i>-<i>άκις</i>, [[συχν]]-<i>άκις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγάκῐς:''' [ᾰ], επίρρ. ([[ὀλίγος]]), λίγες μόνο φορές, [[σπανίως]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A but few times, seldom, Hp.VM9, Epid.1.26. δ', E.Or.393, Th.6.38, Pl. Phlb.52c, etc. ; ὀ. καὶ ὀλιγαχοῦ Arist.Rh.1404b29 :—a form ὀλιγάκι is cited in EM172.6.
German (Pape)
[Seite 319] wenige Male, selten; Eur. Or. 387; Thuc. 6, 38; Ggstz von πολλάκις, Plat. Phil. 52 b, öfter; Dem. 12, 11 (epist. Phil.)
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ὀλίγος) ὀλίγας μόνον φοράς, σπανίως, ἀντίθετ. τῷ πολλάκις, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 11, Εὐρ. Ὀρ. 393, Θουκ. 6. 38, Πλάτ., κτλ.· ὀλ. καὶ ὀλιγαχοῦ Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. 2) σπανίως ἐπὶ θετικῆς σημασίας, ἐνίοτε, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ πρῶτον 976· -τύπος τις ὀλιγάκι μνημονεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 172. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
peu souvent, rarement.
Étymologie: ὀλίγος, -ακις.
Greek Monolingual
(Α ὀλιγάκις και ὀλιγάκι)
επίρρ. λίγες φορές, από καιρό σε καιρό, σπάνια («δι' αὐτὰ ἡ πόλις ἡμῶν ὀλιγάκις μὲν ἡσυχάζει», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις, συχν-άκις)].
Greek Monotonic
ὀλῐγάκῐς: [ᾰ], επίρρ. (ὀλίγος), λίγες μόνο φορές, σπανίως, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.