ολιγότητα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(28)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀλιγότης]], -ητος) [[ολίγος]]<br /><b>1.</b> μικρή [[ποσότητα]], το ολιγάριθμο<br /><b>2.</b> [[σπανιότητα]], [[έλλειψη]] («μή τι παρακινῆ αὐτοῡ τῶν ἐκεῑ διὰ [[πλῆθος]] οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρόνο) [[βραχύτητα]]<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[αδυναμία]].
|mltxt=η (Α [[ὀλιγότης]], -ητος) [[ολίγος]]<br /><b>1.</b> μικρή [[ποσότητα]], το ολιγάριθμο<br /><b>2.</b> [[σπανιότητα]], [[έλλειψη]] («μή τι παρακινῆ αὐτοῦ τῶν ἐκεῑ διὰ [[πλῆθος]] οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρόνο) [[βραχύτητα]]<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[αδυναμία]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγότης, -ητος) ολίγος
1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο
2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῦ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για χρόνο) βραχύτητα
2. (για φωνή) αδυναμία.