ὁμόκαπος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(28)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόκαπος]], ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ [[ὁμόκαποι]]<br />συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάπη]] «[[φάτνη]], [[θέση]] για [[τροφή]] ζώων»].
|mltxt=[[ὁμόκαπος]], ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ [[ὁμόκαποι]]<br />συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάπη]] «[[φάτνη]], [[θέση]] για [[τροφή]] ζώων»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόκᾰπος:''' -ον ([[κάπη]]), [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, στον Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 337] (κάπη), zusammen essend, zusammen lebend, Epimenid. bei Arist. pol. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκᾰπος: -ον, (κάπη) ὁ ὁμοῦ τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ ὁμοῦ ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de crèche, càd de table.
Étymologie: ὁμός, κάπη.

Greek Monolingual

ὁμόκαπος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ὁμόκαποι
συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κάπη «φάτνη, θέση για τροφή ζώων»].

Greek Monotonic

ὁμόκᾰπος: -ον (κάπη), ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, στον Αριστ.