Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ονειδίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
(29)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀνειδίζω]]) [[όνειδος]]<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] προσβλητική [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], [[ψέγω]]<br /><b>2.</b> [[επιτιμώ]], [[επιπλήττω]], («ὀνειδίζετε τοῑς ἀδικοῡσιν», Λυσ.)<br /><b>3.</b> [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]]<br /><b>4.</b> [[καταντροπιάζω]], [[ρεζιλεύω]].
|mltxt=(ΑΜ [[ὀνειδίζω]]) [[όνειδος]]<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] προσβλητική [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]], [[ψέγω]]<br /><b>2.</b> [[επιτιμώ]], [[επιπλήττω]], («ὀνειδίζετε τοῖς ἀδικοῡσιν», Λυσ.)<br /><b>3.</b> [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]]<br /><b>4.</b> [[καταντροπιάζω]], [[ρεζιλεύω]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀνειδίζω) όνειδος
1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω
2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῖς ἀδικοῡσιν», Λυσ.)
3. περιπαίζω, χλευάζω
4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω.