ὀξυηκοΐα: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(29) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀξυηκοΐα]] και δωρ. τ. ὀξυακοΐα και εσφ. γραφ. [[ὀξυκοΐα]]) [[οξυήκοος]]<br />η [[ιδιότητα]] του οξυήκοου, [[οξύτητα]] της ακοής. | |mltxt=η (Α [[ὀξυηκοΐα]] και δωρ. τ. ὀξυακοΐα και εσφ. γραφ. [[ὀξυκοΐα]]) [[οξυήκοος]]<br />η [[ιδιότητα]] του οξυήκοου, [[οξύτητα]] της ακοής. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξυηκοΐα:''' ἡ тонкий слух Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. ὀξυ-ᾱκοΐα, ἡ,
A a sharp, quick ear, Hippod. ap. Stob.4.39.26, Metop.ib.3.1.115, Plu.2.34c, Alex.Aphr.in Top.327.14, interpol. in Poll.2.82.
German (Pape)
[Seite 352] ἡ, scharfes, seines Gehör, Sp. – Vgl. auch ὀξυκοΐα.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυηκοΐα: Δωρ. -ᾱκοΐα, ἡ, ὀξύτης εἰς τὸ ἀκούειν, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 555. 6, Πολυδ. Βʹ, 82· - ἐκ τοῦ ὀξῠήκοος, ον, ὁ ὀξεῖαν ἔχων ἀκοήν, ὀξεῖαν ἀντίληψιν, αἴσθησις Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 17. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε ἐσφαλμένως, ὀξύκοος, ὀξυκοΐα· ὑπερθ. ὀξυκοώτατος πιθ. γραφ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 65 ἀντὶ ὀξυηκούστατος, πρβλ. -οώτερος Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 20. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
Greek Monolingual
η (Α ὀξυηκοΐα και δωρ. τ. ὀξυακοΐα και εσφ. γραφ. ὀξυκοΐα) οξυήκοος
η ιδιότητα του οξυήκοου, οξύτητα της ακοής.
Russian (Dvoretsky)
ὀξυηκοΐα: ἡ тонкий слух Plut.