ὀξυμυρσίνη: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(29)
mNo edit summary
Line 19: Line 19:
|mltxt=η (Α [[ὀξυμυρσίνη]])<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] που, [[κατά]] τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] λειριίδες και [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[λαγομηλιά]].
|mltxt=η (Α [[ὀξυμυρσίνη]])<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] που, [[κατά]] τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] λειριίδες και [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[λαγομηλιά]].
}}
}}
==Translations==
ar: سفندر مدبب; az: ponti bigəvəri; bar: kosmanstaud; bg: бодлив залист; br: bug; ca: galzeran; co: caracutellu; da: musetorn; de: Stechender mäusedorn; el: λαγομηλιά; en: butcher's broom; eo: pika rusko; es: ruscus aculeatus; eu: erratz; fa: کوله‌خاس; fi: pikkuruskus; ga: giolcach nimhe; gl: xilbarbeira; gv: guilckagh; he: עצבונית החורש; hr: bodljikava veprina; hsb: wšědna myšaca wěcha; hu: szúrós csodabogyó; io: rusko; ja: ナギイカダ; kab: arereǧ; lmo: ruscus aculeatus; nap: avrusca; pl: myszopłoch kolczasty; pt: ruscus aculeatus; ru: иглица колючая; sh: bodljikava veprina; ta: இலையடி பழச்செடி; tr: tavşanmemesi; uk: рускус колючий; vec: bruschi; zh: 假葉樹

Revision as of 13:10, 7 February 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠμυρσίνη Medium diacritics: ὀξυμυρσίνη Low diacritics: οξυμυρσίνη Capitals: ΟΞΥΜΥΡΣΙΝΗ
Transliteration A: oxymyrsínē Transliteration B: oxymyrsinē Transliteration C: oksymyrsini Beta Code: o)cumursi/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = κεντρομυρσίνη, butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144, cf. 1.11, Androm. ap. Gal.13.842, Gal.6.643 ; also called χαμαιμυρσίνη, Plin.HN15.27, 23.165.

German (Pape)

[Seite 353] ἡ, die Stachelmyrte, Diosc.; auch das adj. ὀξυμύρσινος muß vorgekommen sein, da es Plin. lat. braucht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠμυρσίνη: ἡ, ὡς τὸ κεντρομυρσίνη, ἡ ὀξέα φύλλα ἔχουσα μυρσίνη, καλουμένη καὶ χαμαιμυρσίνη, Πλίν. 15, 7., 23. 83.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυμυρσίνη)
βοτ. φυτό που, κατά τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λειριίδες και είναι γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία λαγομηλιά.

Translations

ar: سفندر مدبب; az: ponti bigəvəri; bar: kosmanstaud; bg: бодлив залист; br: bug; ca: galzeran; co: caracutellu; da: musetorn; de: Stechender mäusedorn; el: λαγομηλιά; en: butcher's broom; eo: pika rusko; es: ruscus aculeatus; eu: erratz; fa: کوله‌خاس; fi: pikkuruskus; ga: giolcach nimhe; gl: xilbarbeira; gv: guilckagh; he: עצבונית החורש; hr: bodljikava veprina; hsb: wšědna myšaca wěcha; hu: szúrós csodabogyó; io: rusko; ja: ナギイカダ; kab: arereǧ; lmo: ruscus aculeatus; nap: avrusca; pl: myszopłoch kolczasty; pt: ruscus aculeatus; ru: иглица колючая; sh: bodljikava veprina; ta: இலையடி பழச்செடி; tr: tavşanmemesi; uk: рускус колючий; vec: bruschi; zh: 假葉樹