ὀρνιθεία: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρνιθεία]], ἡ (Α) [[ορνιθεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών με σκοπό τη [[συναγωγή]] προβλέψεων για το [[μέλλον]], [[ορνεοσκοπία]]<br /><b>2.</b> η [[τέχνη]] του κυνηγιού πτηνών.
|mltxt=[[ὀρνιθεία]], ἡ (Α) [[ορνιθεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών με σκοπό τη [[συναγωγή]] προβλέψεων για το [[μέλλον]], [[ορνεοσκοπία]]<br /><b>2.</b> η [[τέχνη]] του κυνηγιού πτηνών.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρνῑθεία:''' ἡ гадание по полету и крикам вещих птиц, птицегадание Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθεία Medium diacritics: ὀρνιθεία Low diacritics: ορνιθεία Capitals: ΟΡΝΙΘΕΙΑ
Transliteration A: ornitheía Transliteration B: ornitheia Transliteration C: ornitheia Beta Code: o)rniqei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A observation of the flight or cries of birds for divination, = Lat. auspicium, Plb.6.26.4.    2 = ὀρνιθευτική, Poll.7.139.

German (Pape)

[Seite 383] ἡ, der Vogelsang. – Auch die Beobachtung des Fluges u. der Stimmen der Vögel, um daraus zu weissagen, Pol. 6, 26, 4 Plut. Lycurg. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθεία: ἡ, (ὀρνιθεύομαι) παρατήρησις, ἐπισκόπησις τῆς πτήσεως ἢ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Πολύβ. 6. 26, 4.

Greek Monolingual

ὀρνιθεία, ἡ (Α) ορνιθεύομαι
1. παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών με σκοπό τη συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον, ορνεοσκοπία
2. η τέχνη του κυνηγιού πτηνών.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθεία: ἡ гадание по полету и крикам вещих птиц, птицегадание Polyb., Plut.