Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρνιθοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρνιθοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προφητεύει το [[μέλλον]] από την [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — [[εδώλιο]] ορνιθοσκόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[ὀρνιθοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προφητεύει το [[μέλλον]] από την [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — [[εδώλιο]] ορνιθοσκόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρνῑθοσκόπος:''' -ον ([[σκοπέω]]), αυτός που παρατηρεί τα πουλιά και προλέγει το [[μέλλον]] ερμηνεύοντας το [[πέταγμα]] και τις κραυγές των πουλιών, [[οιωνοσκόπος]], [[θᾶκος]] ὀρνιθοσκόπου, το [[κάθισμα]] του οιωνοσκόπου, Λατ. [[templum]] [[augurale]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθοσκόπος Medium diacritics: ὀρνιθοσκόπος Low diacritics: ορνιθοσκόπος Capitals: ΟΡΝΙΘΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: ornithoskópos Transliteration B: ornithoskopos Transliteration C: ornithoskopos Beta Code: o)rniqosko/pos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A observing and predicting by the flight and cries of birds, Lat. augur, auspex, Thphr.Char.16.11, 19.8, D.H.2.60, Poll.7.188, etc. ; θᾶκος ὀ. an augur's seat, S.Ant.999.

German (Pape)

[Seite 383] wie ὀρνεοσκόπος, die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - θᾶκος ὀρν., ἕδρα τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à prendre les auspices.
Étymologie: ὄρνις, σκοπέω.

Greek Monolingual

ὀρνιθοσκόπος, -ον (Α)
1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών
2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — εδώλιο ορνιθοσκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο-σκόπος].

Greek Monotonic

ὀρνῑθοσκόπος: -ον (σκοπέω), αυτός που παρατηρεί τα πουλιά και προλέγει το μέλλον ερμηνεύοντας το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, οιωνοσκόπος, θᾶκος ὀρνιθοσκόπου, το κάθισμα του οιωνοσκόπου, Λατ. templum augurale, σε Σοφ.