ὀστεώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οστώδης]], -ες (Α [[ὀστεώδης]] και [[ὀστώδης]], -ῶδες) [[οστέον</i> / <i>οστούν]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[μορφή]] ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεοειδής]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] οστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες [[σύστημα]]» — ο [[σκελετός]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοκαλιάρης]].
|mltxt=και [[οστώδης]], -ες (Α [[ὀστεώδης]] και [[ὀστώδης]], -ῶδες) [[οστέον</i> / <i>οστούν]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[μορφή]] ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεοειδής]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] οστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες [[σύστημα]]» — ο [[σκελετός]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοκαλιάρης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστεώδης:''' похожий на кость (σκληρὸς καὶ ὀ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστεώδης Medium diacritics: ὀστεώδης Low diacritics: οστεώδης Capitals: ΟΣΤΕΩΔΗΣ
Transliteration A: osteṓdēs Transliteration B: osteōdēs Transliteration C: osteodis Beta Code: o)stew/dhs

English (LSJ)

ες,

   A bony, Plu.2.916a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστεώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, πλήρης ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un os.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.

Greek Monolingual

και οστώδης, -ες (Α ὀστεώδης και ὀστώδης, -ῶδες) [[οστέον / οστούν]]
1. αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με οστό, οστεοειδής
2. γεμάτος οστά
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες σύστημα» — ο σκελετός)
2. μτφ. (για πρόσ.) κοκαλιάρης.

Russian (Dvoretsky)

ὀστεώδης: похожий на кость (σκληρὸς καὶ ὀ. Plut.).