οὐδαμοῖ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
(29)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=οὐδαμοῑ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῖ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηδαμ</i>-<i>οί</i>)].
|mltxt=οὐδαμοῑ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῖ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηδαμ</i>-<i>οί</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐδαμοῖ:''' επίρρ. του [[οὐδαμός]], προς κανένα [[μέρος]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδᾰμοῖ Medium diacritics: οὐδαμοῖ Low diacritics: ουδαμοί Capitals: ΟΥΔΑΜΟΙ
Transliteration A: oudamoî Transliteration B: oudamoi Transliteration C: oudamoi Beta Code: ou)damoi=

English (LSJ)

Adv. of οὐδαμός,

   A to no place, no-whither, restd. for οὐδαμοῦ in Ar.V.1188, X.HG5.2.8, An.6.3.16(14); οὐ γὰρ ἤλθομεν οὐ. τῆς Θρᾴκης D.23.166, cf. Hdn.Gr.1.502.—Cf. μηδαμοῖ.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδαμοῖ: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, πρὸς οὐδὲν μέρος ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ οὐδαμοῦ ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1188, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 8, Ἀν. 6. 1, 16· οὐ γὰρ ἦλθεν οὐδαμοῖ τῆς Θρᾴκης Δημ. 675. 25· πρβλ. Ἀνεκδ. Ὀξ. τ. 1. 418, Ἰων. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 36. Πρβλ. μηδαμοῖ.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: οὐδαμός.

Greek Monolingual

οὐδαμοῑ (Α)
επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. μηδαμ-οί)].

Greek Monotonic

οὐδαμοῖ: επίρρ. του οὐδαμός, προς κανένα μέρος, σε Αριστοφ., Ξεν.