παιδιώδης: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παιδιώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[παιδιά]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] παιγνίδια, [[παιγνιώδης]], [[αστείος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις.———————— <b>(II)</b><br />[[παιδιώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[παιδίον]]<br />[[παιδαριώδης]], [[παιδιάστικος]] («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παιδιώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[παιδιά]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] παιγνίδια, [[παιγνιώδης]], [[αστείος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις.———————— <b>(II)</b><br />[[παιδιώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[παιδίον]]<br />[[παιδαριώδης]], [[παιδιάστικος]] («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδιώδης:''' -ες ([[παιδιά]]), [[παιγνιώδης]], [[παιχνιδιάρικος]], Λατ. [[ludibundus]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδιώδης Medium diacritics: παιδιώδης Low diacritics: παιδιώδης Capitals: ΠΑΙΔΙΩΔΗΣ
Transliteration A: paidiṓdēs Transliteration B: paidiōdēs Transliteration C: paidiodis Beta Code: paidiw/dhs

English (LSJ)

ες, (παιδιά)

   A playful, Ion Hist.1; fond of amusement, Arist.EN1150b16, Aret.SD1.6; τὸ π. Plu.2.68a.    II (παιδίον) puerile, τὸ π. D.H.Pomp.6.

German (Pape)

[Seite 440] ες, nach der Kinder Art, gern spielend, spaßhaft, Sp., vgl. Ion bei Ath. XIII, 603 c; Arist. eth. 7, 7; auch = kindisch.

Greek (Liddell-Scott)

παιδιώδης: -ες, (παιδιὰ) πλήρης παιδιᾶς, παιγνιώδης, Λατ. ludibundus, Ἴων παρ’ Ἀθην. 603F, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 7, 7· τὸ παιδιῶδες Πλούτ. 2, 68Α. ΙΙ. (παιδίον) παιδαριώδης, τὸ παιδιῶδες Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.
Étymologie: παιδιά, -ωδης.

Greek Monolingual

(I)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδιά
1. γεμάτος παιγνίδια, παιγνιώδης, αστείος
2. αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις.———————— (II)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδίον
παιδαριώδης, παιδιάστικος («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.).

Greek Monotonic

παιδιώδης: -ες (παιδιά), παιγνιώδης, παιχνιδιάρικος, Λατ. ludibundus, σε Αριστ.