πάντα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(30)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> ΝΜ<br /> <b>επίρρ.</b> [[πάντοτε]], διαρκώς, [[ολοένα]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>φρ.</b> α) «για [[πάντα]]» — για όλο τον [[υπόλοιπο]] χρόνο<br /> β) «μια για [[πάντα]]» — για πρώτη και τελευταία [[φορά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. που έχει σχηματιστεί από την αιτ. της αρχ. αντωνυμίας <i>πας</i>, <i>παντός από</i> τη φρ. (τὸν) [[πάντα]] (<i>χρόνον</i>)].———————— <b>(II)</b><br /> η, ΝΜ<br /> <b>βλ.</b> [[μπάντα]].———————— <b>(III)</b><br /> το<br /> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δύο ειδών θηλαστικών της Ανατολικής Ασίας που ταξινομούνται [[μαζί]] λόγω των [[κοινών]] χαρακτηριστικών της οδοντικής τους δομής, της αρχιτεκτονικής του κρανίου, του σχήματος του πέους και του χρωματικού προτύπου (α. «μεγάλο [[πάντα]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του σπάνιου είδους Αiluropoda melanoleuca, του οποίου επιζούν 1.000 μόνο άτομα στα δάση του Σετσουάν, που μοιάζουν με [[αρκούδα]] και τρέφονται αποκλειστικά με φύλλα και βλαστάρια από [[μπαμπού]]<br /> β. «μικρό [[πάντα]]» ή «κόκκινο [[πάντα]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Αilurus fulgens, που απαντά στα ανατολικά Ιμαλάια και στη Δυτική Κίνα και [[είναι]] νυκτόβιο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>panda</i>, από ιθαγενή [[ονομασία]] του Νεπάλ].———————— <b>(IV)</b><br /> το<br /> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] πτηνού της οικογένειας estrildidae, της τάξης [[στρουθιόμορφα]], από τα πιο γνωστά και γοητευτικά ωδικά πουλιά, που [[είναι]] ιθαγενές των νήσων Ιάβα και Μπαλί, αλλ. [[ορυζοφάγος]].———————— <b>(V)</b><br /> και παντᾴ Α<br /> (αιολ. και δωρ. τ. αντίστοιχα) <b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[πάντη]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> ΝΜ<br /> <b>επίρρ.</b> [[πάντοτε]], διαρκώς, [[ολοένα]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>φρ.</b> α) «για [[πάντα]]» — για όλο τον [[υπόλοιπο]] χρόνο<br /> β) «μια για [[πάντα]]» — για πρώτη και τελευταία [[φορά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. που έχει σχηματιστεί από την αιτ. της αρχ. αντωνυμίας <i>πας</i>, <i>παντός από</i> τη φρ. (τὸν) [[πάντα]] (<i>χρόνον</i>)].<br /> <b>(II)</b><br /> η, ΝΜ<br /> <b>βλ.</b> [[μπάντα]].<br /> <b>(III)</b><br /> το<br /> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δύο ειδών θηλαστικών της Ανατολικής Ασίας που ταξινομούνται [[μαζί]] λόγω των [[κοινών]] χαρακτηριστικών της οδοντικής τους δομής, της αρχιτεκτονικής του κρανίου, του σχήματος του πέους και του χρωματικού προτύπου (α. «μεγάλο [[πάντα]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του σπάνιου είδους Αiluropoda melanoleuca, του οποίου επιζούν 1.000 μόνο άτομα στα δάση του Σετσουάν, που μοιάζουν με [[αρκούδα]] και τρέφονται αποκλειστικά με φύλλα και βλαστάρια από [[μπαμπού]]<br /> β. «μικρό [[πάντα]]» ή «κόκκινο [[πάντα]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Αilurus fulgens, που απαντά στα ανατολικά Ιμαλάια και στη Δυτική Κίνα και [[είναι]] νυκτόβιο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>panda</i>, από ιθαγενή [[ονομασία]] του Νεπάλ].<br /> <b>(IV)</b><br /> το<br /> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] πτηνού της οικογένειας estrildidae, της τάξης [[στρουθιόμορφα]], από τα πιο γνωστά και γοητευτικά ωδικά πουλιά, που [[είναι]] ιθαγενές των νήσων Ιάβα και Μπαλί, αλλ. [[ορυζοφάγος]].<br /> <b>(V)</b><br /> και παντᾴ Α<br /> (αιολ. και δωρ. τ. αντίστοιχα) <b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[πάντη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ΝΜ
επίρρ. πάντοτε, διαρκώς, ολοένα
νεοελλ.
φρ. α) «για πάντα» — για όλο τον υπόλοιπο χρόνο
β) «μια για πάντα» — για πρώτη και τελευταία φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που έχει σχηματιστεί από την αιτ. της αρχ. αντωνυμίας πας, παντός από τη φρ. (τὸν) πάντα (χρόνον)].
(II)
η, ΝΜ
βλ. μπάντα.
(III)
το
ζωολ. κοινή ονομασία δύο ειδών θηλαστικών της Ανατολικής Ασίας που ταξινομούνται μαζί λόγω των κοινών χαρακτηριστικών της οδοντικής τους δομής, της αρχιτεκτονικής του κρανίου, του σχήματος του πέους και του χρωματικού προτύπου (α. «μεγάλο πάντα» — κοινή ονομασία του σπάνιου είδους Αiluropoda melanoleuca, του οποίου επιζούν 1.000 μόνο άτομα στα δάση του Σετσουάν, που μοιάζουν με αρκούδα και τρέφονται αποκλειστικά με φύλλα και βλαστάρια από μπαμπού
β. «μικρό πάντα» ή «κόκκινο πάντα» — κοινή ονομασία του είδους Αilurus fulgens, που απαντά στα ανατολικά Ιμαλάια και στη Δυτική Κίνα και είναι νυκτόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. panda, από ιθαγενή ονομασία του Νεπάλ].
(IV)
το
ζωολ. είδος πτηνού της οικογένειας estrildidae, της τάξης στρουθιόμορφα, από τα πιο γνωστά και γοητευτικά ωδικά πουλιά, που είναι ιθαγενές των νήσων Ιάβα και Μπαλί, αλλ. ορυζοφάγος.
(V)
και παντᾴ Α
(αιολ. και δωρ. τ. αντίστοιχα) επίρρ. βλ. πάντη.