μπαμπού
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
Greek Monolingual
το
άκλ.
1. φυτό τών τροπικών χωρών που ανήκει στο γένος Bambusa, με ισχυρό ξυλώδες στέλεχος ποικίλου ύψους, έως και 40 μέτρων, και του οποίου διάφορα μέρη χρησιμοποιούνται στην επιπλοποιία, την οικοδομική, την υφαντική και τη φαρμακευτική, καθώς και ως φαγώσιμα
2. έπιπλο ή αντικείμενο που είναι φτειαγμένο από τέτοιο ξύλο («αγόρασα ένα σαλόνι μπαμπού για την βεράντα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαισιανό bambu, μέσω της Πορτογαλικής (πρβλ. αγγλ. bamboo, γαλλ. bambou)].