παλίμπους: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίμπους]], -ποδος, ο, η (ΑΜ)<br />αυτός που πορεύεται [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επιστρέφει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
|mltxt=[[παλίμπους]], -ποδος, ο, η (ΑΜ)<br />αυτός που πορεύεται [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επιστρέφει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίμπους:''' ποδος adj. возвращающийся: π. στεῖχε Anth. отправляйся в обратный путь.
}}
}}

Revision as of 14:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπους Medium diacritics: παλίμπους Low diacritics: παλίμπους Capitals: ΠΑΛΙΜΠΟΥΣ
Transliteration A: palímpous Transliteration B: palimpous Transliteration C: palimpous Beta Code: pali/mpous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A going back, returning, Lyc.126, AP5.162 (Mel.); π. ἡ τύχη περιίσταται J.BJ4.1.6.

German (Pape)

[Seite 449] ποδος, zurückgehend; παλίμπους στεῖχε, Mel. 108 (V, 165); στῆσαι παλίμπουν εἰς πάτραν, Lycophr. 126; τύχη, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπους: ὁ, ἡ, ὁ ὀπίσω πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. τύχη, τἀνάπαλιν, ἐναντίον συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6.

Greek Monolingual

παλίμπους, -ποδος, ο, η (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πούς.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμπους: ποδος adj. возвращающийся: π. στεῖχε Anth. отправляйся в обратный путь.