παραδοξάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source
(30)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῡ τόπον», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θέτω]] διακριτικό [[σημείο]] με σκοπό να [[διακρίνω]] [[κάτι]] και, συνεκδοχικά, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ [[ἐκείνῃ]] τὴν γῆν Γεσέμ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δοξάζω]] «[[νομίζω]], [[θεωρώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»)].
|mltxt=ΜΑ<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῦ τόπον», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θέτω]] διακριτικό [[σημείο]] με σκοπό να [[διακρίνω]] [[κάτι]] και, συνεκδοχικά, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ [[ἐκείνῃ]] τὴν γῆν Γεσέμ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δοξάζω]] «[[νομίζω]], [[θεωρώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοξάζω Medium diacritics: παραδοξάζω Low diacritics: παραδοξάζω Capitals: ΠΑΡΑΔΟΞΑΖΩ
Transliteration A: paradoxázō Transliteration B: paradoxazō Transliteration C: paradoksazo Beta Code: paradoca/zw

English (LSJ)

   A make wonderful or extraordinary, LXX 2 Ma.3.30; τὰς πληγάς σου will lay unheard-of inflictions upon thee, ib.De.28.59.    2 π. ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν put a mark of distinction between, separate, ib.Ex.9.4; π. τὴν γῆν ib.8.22.

German (Pape)

[Seite 477] wunderbar machen, zum Gegenstand der Bewunderung machen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξάζω: ποιῶ θαυμάσιον, ἔνδοξον, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Γ΄, 30)· δοξάζω, παραδοξάσει Κύριος τὰς πληγάς σου Ἑβδ. (Δευτερ. Η΄, 59)· - ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, αὐτόθι. 2) = διαστέλλω, μετὰ γεν., παραδοξάσω ἐγὼ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 4)· π. τὴν γὴν αὐτόθι (Ἔξοδ. Η΄, 22).

Greek Monolingual

ΜΑ
καθιστώ κάτι περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῦ τόπον», ΠΔ)
αρχ.
θέτω διακριτικό σημείο με σκοπό να διακρίνω κάτι και, συνεκδοχικά, διακρίνω, ξεχωρίζω («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν γῆν Γεσέμ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δοξάζω «νομίζω, θεωρώ» (< δόξα «γνώμη»)].